- διαστοιβάζω
- μετ. втискивать, всовывать, впихивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαστοιβάζω — (Α) στοιβάζω, γεμίζω το μεταξύ διάστημα … Dictionary of Greek
διαστοιβάζοντες — διαστοιβάζω stuff in between pres part act masc nom/voc pl διαστοιβάζω stuff in between pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεστοίβασαν — διαστοιβάζω stuff in between aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεστοίβαστο — διαστοιβάζω stuff in between plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)